μαστέλο

μαστέλο
το
(λ. ιταλ.), ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο για νερό, ο κουβάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαστέλο — το, και μαστέλος, ο μεγάλο ξύλινο δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για την άντληση ή εναποθήκευση νερού και άλλων υγρών, κάδος, κουβάς («κουβαλάει νερό με το μαστέλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mastello] …   Dictionary of Greek

  • μαστέλος — ο το μαστέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαστέλο, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”